μολυβδις

μολυβδις
    μολυβδίς
    -ίδος ἥ (слова на μολυβδ- имеют v. l. μολιβδ-)
    1) свинцовый груз, грузило Plat., Soph.
    2) воен. свинцовое ядро, кусок свинца
    

ταῖς μολυβδίσιν χρῆσθαι Xen. — метать свинцовые ядра


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "μολυβδις" в других словарях:

  • μολυβδίς — μολυβδίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μολυβδίδα …   Dictionary of Greek

  • μολυβδίς — leaden weight fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυβδίδα — μολυβδίς leaden weight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυβδίδας — μολυβδίς leaden weight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυβδίσι — μολυβδίς leaden weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυβδίσιν — μολυβδίς leaden weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλυβδος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Pb· ανήκει στην τέταρτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην πρώτη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 82, ατομικό βάρος 207,21 και τέσσερα σταθερά ισότοπα, ένα από τα οποία, το Pb206, είναι το τελικό προϊόν… …   Dictionary of Greek

  • μολιβδίς — μολιβδίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μολυβδίς …   Dictionary of Greek

  • μολυβδίδα — η (Α μολυβδίς και μολιβδίς, ίδος) [μόλυβδος] το μολύβδινο τεμάχιο που προσαρμόζεται στην άκρη τής ορμιάς ή στα δίχτια για να επιτυγχάνεται η καταβύθιση, η μολύβδαινα νεοελλ. 1. το μολυβδοκόνδυλο, το μολύβι γραφής 2. το λεπτό κυλινδρικό τεμάχιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»